δομώ — δομώ, δόμησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
δομώ — (I) δομῶ ( έω) (AM) χτίζω, οικοδομώ. (II) δομῶ ( όω) (Α) προσφέρω στέγη, φιλοξενία σε κάποιον … Dictionary of Greek
δομώ — δόμησα, δομήθηκα, δομημένος, χτίζω, οικοδομώ, διαρθρώνω, συνδέω: Η έκφρασή του δε είναι κατανοητή, γιατί δεν είναι καλά δομημένη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δόμω — δόμος domus masc nom/voc/acc dual δόμος domus masc gen sg (doric aeolic) δομόω provide with lodging pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) δομόω provide with lodging imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δόμῳ — δόμος domus masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δόμωι — δόμῳ , δόμος domus masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηροδομώ — κηροδομῶ, έω (Α) (για τις μέλισσες) οικοδομώ με κερί, κατασκευάζω κηρήθρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + δομῶ (< δομώ < δόμος), πρβλ. λιθο δομώ, οικο δομώ] … Dictionary of Greek
πηλοδομώ — έω, Α (για τα χελιδόνια) χτίζω χρησιμοποιώντας λάσπη ως υλικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < πηλός + δομῶ (< δομος < δέμω «κατασκευάζω»), πρβλ. οικο δομώ] … Dictionary of Greek
αναδομώ — ( έω) (Μ ἀναδομῶ) ανοικοδομώ, ξαναχτίζω νεοελλ. ανασυγκροτώ, ανασυνθέτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + δομῶ < δέμω. ΠΑΡ. μσν. ἀναδομή] … Dictionary of Greek
βυσσοδομώ — (Μ βυσσοδομῶ, έω) σκέπτομαι κάτι στο βάθος της ψυχής μου εναντίον κάποιου χωρίς να γίνομαι αντιληπτός (πάντοτε με κακή σημασία) νεοελλ. μηχανορραφώ, σκευωρώ εναντίον κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < βυσσός + δομώ < δέμω «οικοδομώ, χτίζω»] … Dictionary of Greek